- άκερκος
- -ο (Α ἄκερκος, -ον) [κέρκος]αυτός που δεν έχει ουρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκερκος — tailless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκερκος — η, ο χωρίς ουρά, κολοβός: Υπάρχουν ζώα άκερκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄκερκον — ἄκερκος tailless masc/fem acc sg ἄκερκος tailless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνουρος — η, ο (για ζώα) ο χωρίς ουρά, άκερκος … Dictionary of Greek
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek